- μεσοφέρδην
- μεσοφέρδην (Α)επίρρ. βλ. μεσοπέρδην.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοπέρδην — και μεσοφέρδην (Α) επίρρ. (για παλαιστές) κατά τον τρόπο που ο ένας πιάνει τον άλλο από τη μέση και τον ρίχνει κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσοπέρδην, κωμική παραμόρωση τού μεσο φέρδην < μεσο * + φέρ δην (< φέρω) κατά τα ἄρδην, σύρδην] … Dictionary of Greek